κηρών
1κηρών — κηρών, ῶνος, ὁ (Α) [κηρός] η κυψέλη τών μελισσών …
2Κηρῶν — Κήρ the goddess of death fem gen pl …
3κηρῶν — κήρ the goddess of death fem gen pl κήρα cera fem gen pl κηρόομαι to be destroyed pres part act masc voc sg (doric aeolic) κηρόομαι to be destroyed pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) κηρόομαι to be destroyed pres part act masc nom… …
4κηρῶνας — κηρών bee hive masc acc pl …
5LAMPADARII — officiisac ministrisillustrium dignitatum vulgo accensentur, maxime vero Praefectis Praetorio et Magistris Officiorum adscribuntur, apud Iulianum Antecessorem Constitut. 37. et in Notit. Imp. ac deinde in ferioribus etiam magistratibus. ex Impp.… …
6εστέρες — Χημικές ενώσεις που μπορούν σχηματικά να θεωρηθούν ότι παράγονται από ένα οργανικό ή ανόργανο οξύ, με αντικατάσταση ενός υδρογόνου μιας υδροξυλικής ομάδας με τη ρίζα μιας αλκοόλης. Οι ε. των ανόργανων οξέων εξετάζονται αποκλειστικά με βάση το οξύ …
7λανολίνη — Λιπαρή ουσία που περιβάλλει τις ίνες του μαλλιού των ζώων. Εξάγεται με φυγοκέντρηση εν θερμώ του νερού που προέρχεται από το πλύσιμο του ακατέργαστου μαλλιού, του οποίου αποτελεί τα 20% έως 30% του βάρους. Με την κατάλληλη επεξεργασία λαμβάνεται… …
8υδρογονάνθρακας — ο, Ν χημ. συν. στον πληθ. οι υδρογονάνθρακες μεγάλη κατηγορία οργανικών ενώσεων τών οποίων το μόριο αποτελείται μόνο από άνθρακα και υδρογόνο και οι οποίες αποτελούν το κύριο συστατικό τών πετρελαίων και των φυσικών αερίων ή συστατικά τών φυτικών …
9χλωροφόρμιο — Οργανική αλογονούχα ένωση με τύπο CHCl3 ένα τριχλωριωμένο παράγωγο του μεθανίου. Στη βιομηχανία, το χ. παρασκευάζεται με αντίδραση της ακετόνης ή της αιθυλαλκοόλης με υποχλωριώδη ιόντα ή με αναγωγή τετραχλωράνθρακα με σίδηρο. Το ακατέργαστο… …
10λιπαρά οξέα — Αλειφατικά οξέα, κορεσμένα ή ακόρεστα, το μόριο των οποίων αποτελείται από μία αλκυλική αλυσίδα που περιέχει από 1 μέχρι περισσότερα από 30 άτομα άνθρακα και η οποία καταλήγει σε μία καρβοξυλική ομάδα ( COOH). Είναι πολύ διαδεδομένα στη φύση,… …
- 1
- 2