κηρύκαινα

  • 1κηρύκαινα — κηρύκαινα, ἡ (Α) 1. θηλ. τού κήρυξ* («λαβοῡσα κηρύκαινον εὔφωνόν τίνα». Αριστοφ.) 2. στον πληθ. αἱ κηρύκαιναι (στην Αλεξάνδρεια, κατά το λεξ. Σούδα) «γυναῑκες αἵτινες εἰς τὰς αὐλὰς παριοῡσα καὶ τὰς συνοικίας, ἐφ ᾧ τε συναγείρειν τὰ μιάσματα καὶ… …

    Dictionary of Greek

  • 2κηρύκαινα — charwoman fem nom/voc sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3κηρύκαιναν — κηρύκαινα charwoman fem acc sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 4κήρυκας — ο (ΑΜ κήρυξ και κήρυξ, υκος, Α αιολ. τ. κᾱρυξ, ὁ και σπαν. ἡ) 1. αυτός που κηρύσσει κάτι μεγαλοφώνως στο πλήθος, διαλαλητής, ντελάλης («κήρυκες, Διὸς ἄγγελοι ἠδὲ καὶ ἀνδρῶν», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που διδάσκει ή μεταδίδει με προφορικό ή γραπτό λόγο… …

    Dictionary of Greek

  • 5κηρύκινος — κηρύκινος, ίνη, ον (Α) [κήρυξ] 1. κηρυκικός, αυτός που ανήκει σε κήρυκα 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ κηρυκίνη α) η κηρύκαινα* β) (ενν. αρχή) το αξίωμα τού κήρυκα …

    Dictionary of Greek