κηρό-δε-τος

  • 1νεκρόχρως — νεκρόχρως, ωτος, ό, ἡ (Α) αυτός που έχει το χρώμα τού νεκρού. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο) * + χρως (< χρώς, τός «χρώμα), πρβλ. κηρό χρως, μολυβδό χρως] …

    Dictionary of Greek