1κηρίολος — κηρίολος, ὁ (Α) επιγρ. λαμπάδα ή ομοίωμα από κερί. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. cēreolus] …
Dictionary of Greek
2κηριόλων — κηρίολος wax taper masc gen pl …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
3κηρίολον — κηρίολος wax taper masc acc sg …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)