κηρό-χυτος

  • 1υγρόχυτος — ον, ΜΑ αυτός που χύνεται σαν υγρό («ὑγρόχυτος ὄμβρος», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + χυτος (< χυτός < χέω), πρβλ. κηρό χυτος, υδρό χυτος] …

    Dictionary of Greek

  • 2φωτόχυτος — ον, Μ (για σπινθήρα) αυτός που προκλήθηκε από το φως. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο) * + χυτος (< χυτός < χέω), πρβλ. κηρό χυτος, οἰνό χυτος] …

    Dictionary of Greek

  • 3χαλκόχυτος — ον, Α κατασκευασμένος από χυτό χαλκό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + χυτός (< χυτός < χέω), πρβλ. κηρό χυτος, οἰνό χυτος] …

    Dictionary of Greek