κηρόθι
1κηρόθι — (Α) επίρρ. εγκαρδίως, μες στην καρδιά, κατάβαθα («εἰ δέ τοι Ἀτρεΐδης μὲν ἀπήχθετο κηρόθι μᾱλλον», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κῆρ (II) «καρδιά» + επιρρμ. κατάλ. θι*, δηλωτική τού τόπου] …
2κηρόθι — with all the heart indeclform (adverb) …
3κηρόθεν — (Α) επίρρ. κηρόθι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κήρ (II) «καρδιά» + επιρρμ. κατάλ. θεν*, δηλωτική τής από τόπου κινήσεως] …
4μάλλον — (AM μᾱλλον, Α ιων. τ. μάλιον, δωρ. τ. μαλλότερον) επίρρ. 1. πιο πολύ, σε μεγαλύτερο βαθμό, περισσότερο («μᾱλλον τοῡ ξυμφέροντος» περισσότερο από όσο συμφέρει, Αντιφ.) 2. προτιμότερο, καλύτερα, κάλλιο («οὐ πώποτ ἔργου μᾱλλον εἱλόμην λόγους», Ευρ.) …