κηρο-παγής

  • 1χιονοβροχοπαγής — ές, Α παγωμένος από βροχή και από χιόνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιών, χιόνος + βροχή + παγής (< θ. παγ τού πήγνυμι «μπήγω, στερεώνω»), πρβλ. κηρο παγής, ὑδρο παγής] …

    Dictionary of Greek

  • 2ξυλοπαγής — ές (Α ξυλοπαγής, ές) συναρμοσμένος ή κατασκευασμένος με ξύλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + παγής{ < θ. παγ , πρβλ. ἐ πάγ ην, αόρ. τού πήγνυμι), πρβλ. κηρο παγής] …

    Dictionary of Greek

  • 3υδατοπαγής — ές, Μ στερεωμένος με νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕδωρ, ὕδατος + παγής (< θ. παγ τού πήγνυμι «μπήγω, στερεώνω», πρβλ. παθ. αόρ. β ἐ πάγ ην), πρβλ. κηρο παγής] …

    Dictionary of Greek