κηραίνω
11κηραίνεται — κηραίνω harm pres ind mp 3rd sg …
12κηραίνοντος — κηραίνω harm pres part act masc/neut gen sg …
13κηραίνων — κηραίνω harm pres part act masc nom sg …
14κηραίνωσι — κηραίνω harm pres subj act 3rd pl …
15ἐκηραίνετο — κηραίνω harm imperf ind mp 3rd sg …
16κηραίνουσ' — κηραίνουσα , κηραίνω harm pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) κηραίνουσι , κηραίνω harm pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) κηραίνουσι , κηραίνω harm pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) κηραίνουσαι …
17ακήρατος — ἀκήρατος, ον (Α) 1. άθικτος, ανέπαφος, ακέραιος 2. καθαρός, αγνός, ανόθευτος, άσπιλος, αμόλυντος, παρθενικός 3. ακούρευτος 4. αθέριστος 5. απαλλαγμένος από κάτι, απρόσβλητος. [ΕΤΥΜΟΛ. *ἀ κέρα τος < ρίζα *κερα (πρβλ. κερα ΐζω, ἀ κέρα ιος). Η… …
18επικηραίνω — ἐπικηραίνω (Α) έχω εχθρικές διαθέσεις απέναντι σε κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κηραίνω (< Κήρ «θεά τού θανάτου») «βλάπτω, καταστρέφω»] …
19κηρ — (I) κήρ, κηρός, αιολ. τ. κάρ, ή, δωρ. πληθ. κάρες (Α) 1. ως κύριο όν. Κήρ η θεά τού θανάτου, ιδίως τού βίαιου, ή τού ολέθρου («δειναὶ δὲ κῆρες σ αἱ κυνώπιδες θεαί», Ευρ.) 2. ως προσηγ. θάνατος, ιδίως βίαιος ή, γενικά, συμφορά, καταστροφή (α.… …
20μαραίνω — (AM μαραίνω) 1. κάνω ένα φυτό να χάσει τη θαλερότητα του, συντελώ στο να ξεραθεί ένα φυτό (α. «ο ήλιος μάς μάρανε τα λουλούδια» β. «ἐπὶ ἀνθέων τών μαραινομένων», Ερμογ.) 2. μτφ. κάνω κάποιον ή κάτι να χάσει τη ζωτικότητα και τη φρεσκάδα του,… …