κηρίῳ
1κηρίω — κηρίον honeycomb neut nom/voc/acc dual κηρίον honeycomb neut gen sg (doric aeolic) …
2κηρίῳ — κηρίον honeycomb neut dat sg …
3κερί — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 200 μ., 487 κάτ.) της Ζακύνθου. Βρίσκεται στο νότιο άκρο του νησιού, στα Α του ομώνυμου ακρωτηρίου, 21 χλμ. ΝΔ της πόλης της Ζακύνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λαγανά του νομού Ζακύνθου. Ο όρμος και το ακρωτήριο… …