κηληδόνες

  • 1Κηληδόνες — Κηληδόνες, αἱ (Α) ωδικά μυθικά δαιμόνια, όπως οι Σειρήνες, αλλά ακίνδυνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κηλέ ω / ώ + επίθημα δών / δόνος (πρβλ. αλγη δών, κλη δών)] …

    Dictionary of Greek

  • 2κηλώ — (I) κηλῶ, έω (Α) 1. μαγεύω, τέρπω, θέλγω, κυρίως με μουσική (α. «λόγοις τε καὶ ᾠδαῑς μὴ κηλεῑν ἀλλ ἐξαγριαίνειν πολλὴ ἀμουσία», Πλάτ. β. «κηλούμενος παρὰ ταῑς Σειρῆσιν», Αριστοτ.) 2. παθ. κηλοῡμαι, έομαι προσελκύομαι, μαγεύομαι (α. «ὑπὸ δώρων… …

    Dictionary of Greek

  • 3kēl-, kōl-, kǝl- —     kēl , kōl , kǝl     English meaning: to deceive, enthrall, etc..     Deutsche Übersetzung: “betören, vorspiegeln, schmeicheln, betrũgen”     Material: Gk. Att. κηλέω (Proto Gk. η) “ enchant, betören”, κηληθμός “ enthrallment “, κηληδόνες pl …

    Proto-Indo-European etymological dictionary