κηκίδιον
1κηκίδιον — ink gall neut nom/voc/acc sg …
2κηκιδίοις — κηκίδιον ink gall neut dat pl …
3κηκιδίου — κηκίδιον ink gall neut gen sg …
4κηκιδίων — κηκίδιον ink gall neut gen pl …
5κηκίδια — κηκίδιον ink gall neut nom/voc/acc pl …
6κηκίδι — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 40 μ., 424 κάτ.) στην πρώην επαρχία Κομοτηνής του νομού Ροδόπης. Βρίσκεται στο μέσο του νομού, 3 χλμ. ΝΑ της Κομοτηνής. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κομοτηνής. * * * το (ΑΜ κηκίδιον) η κηκίδα νεοελλ. ο καρπός τής κηκιδιάς …