κηδοσύνη
1κηδοσύνη — κηδοσύνη, ἡ (Α) [κηδόσυνος] θλίψη, στενοχώρια, έγνοια …
2κηδοσύνῃ — κηδοσύνη yearning fem dat sg (attic epic ionic) …
3κηδοσύνῃσιν — κηδοσύνη yearning fem dat pl (epic ionic) …
1κηδοσύνη — κηδοσύνη, ἡ (Α) [κηδόσυνος] θλίψη, στενοχώρια, έγνοια …
2κηδοσύνῃ — κηδοσύνη yearning fem dat sg (attic epic ionic) …
3κηδοσύνῃσιν — κηδοσύνη yearning fem dat pl (epic ionic) …