κηδέστρια
1κηδέστρια — κηδέστρια, ἡ (Α) [κηδεστής] 1. αυτή που φροντίζει το σπίτι, οικονόμος 2. αυτή που φυλάει κάποιον, φύλακας 3. η πεθερά …
2κηδέστρια — female attendant fem nom/voc sg …
3κηδεστρίας — κηδεστρίᾱς , κηδέστρια female attendant fem acc pl κηδεστρίᾱς , κηδέστρια female attendant fem gen sg (attic doric aeolic) …