κεῡθος
1κεύθος — κεῡθος, τὸ (Α) [κεύθω] κευθμών*, κρυψώνας, βάθος, άδυτο, ενδότερο σημείο (α. «ὑπὸ κεύθεσι γαίης» στα βάθη τής γης, Ομ. Ιλ. β. «κεῡθος οἴκων» τα εσωτερικά δωμάτια τών σπιτιών, Ευρ. γ. κεῡθος πόντου» τα βάθη τής θάλασσας, Οππ. δ. «κεύθεα νηοῡ» το… …
2κεῦθος — the depths neut nom/voc/acc sg …
3κεύθει — κεύθω custos pres ind mp 2nd sg κεύθω custos pres ind act 3rd sg κεύ̱θει , κεῦθος the depths neut nom/voc/acc dual (attic epic) κεύ̱θεϊ , κεῦθος the depths neut dat sg (epic ionic) κεύ̱θει , κεῦθος the depths neut dat sg …
4κεύθη — κεύ̱θη , κεῦθος the depths neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) κεύ̱θη , κεῦθος the depths neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) …
5κεύθω — (Α) (ποιητ. ρ.) 1. (κυρίως για τάφο) καλύπτω εντελώς, κατακαλύπτω, κρύβω μέσα («ὅv οὐδὲ κατθανόντα γαῑα κεύθει», Αισχύλ.) 2. (στον παρακμ.) κέκευθα περιέχω, περιλαμβάνω («ὅσα τε πτόλις ἥδε κέκευθε», Ομ. Ιλ.) 3. έχω κάτι κρυμμένο, κρατώ κάτι κρυφό …
6μεγαλοκευθής — μεγαλοκευθής, ές (Α) αυτός που περικλείει πολλά μέσα του («μεγαλοκευθεῑς θάλαμοι», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + κευθής (< κεύθος < κεύθω), πρβλ. παγ κευθής] …
7μελαγκευθής — μελαγκευθής, ές (Α) 1. ο κρυμμένος στο σκοτάδι, μαύρος, σκοτεινός («μελαγκευθὲς εἴδωλον ἀνδρός», Βακχυλ.) 2. αυτός που εμπεριέχει μαύρο χρώμα («μελαγκευθὲς νέφος», Βακχυλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + κευθής (< κεῦθος < κεύθω «κρύβω»),… …
8παγκευθής — παγκευθής, ές (Α) 1. (με ενεργ σημ.) αυτός που κρύβει τα πάντα («τὰν παγκευθῆ κάτω νεκρών πλάκα», Σοφ. 2. (με παθ. σημ.) ολωσδιόλου κρυμμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + κευθής (< κεῦθος < κεύθω «κρύβω»), πρβλ. μελαγ κευθής] …
9πολυκευθής — ές, Α αυτός που κρύβει πολλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κευθής (< κεῦθος, τὸ «κρυψώνας»), πρβλ. μεγαλο κευθής] …
10υποκευθής — ές, Α (κατά τον Ησύχ.) «ὁ ὑποκεκρυμμένος». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + κευθής (< κεῦθος < κεύθω «καλύπτω, κρύβω»), πρβλ. μεγαλο κευθής] …
- 1
- 2