κεῖσ'
1Κεῖσ' — Κεῖσε , Κεῖσος masc voc sg …
2κεῖσ' — κεῖσε , ἐκεῖσε thither poetic indeclform (adverb) κεῖσο , κεῖμαι Aër. pres imperat mp 2nd sg κεῖσαι , κεῖμαι Aër. pres ind mp 2nd sg κεῖσο , κεῖμαι Aër. imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) κεῖσε , κεῖσε thither indeclform (adverb) …
3ούτως — και ούτω (ΑΜ οὕτως και οὕτω) [ούτος] (το ούτως συν. πριν από φωνήεν, ενώ το ούτω πριν από σύμφωνο) (τροπ. επίρρ.) κατ αυτό τον τρόπο, τοιουτοτρόπως, έτσι («οὕτω καὶ ὑμεῑς ποιεῑτε αὐτοῑς», ΚΔ) νεοελλ. φρ. α) «ούτως εχόντων τών πραγμάτων» κάτω από… …