κεῖνον
31ανεξάντλητος — η, ο επίρρ. α αστείρευτος: Αποτελούσε για κείνον μια ανεξάντλητη πηγή πληροφοριών …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
32αντίβαρο — το 1. βάρος με το οποίο αντισταθμίζεται άλλο βάρος ή δύναμη: Τα ρολόγια έχουν αντίβαρο. 2. αντιστάθμισμα: Αυτό που του πρότεινες αποτελεί σπουδαίο αντίβαρο για κείνον …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
33ρήτρα — η ορισμένος όρος σε συμφωνία που κλείστηκε: Στο συμφωνητικό ορίσαμε και ποινική ρήτρα για κείνον που θα το παραβιάσει …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
34χαράμι — (λ. τουρκ.), επίρρ. τροπ. 1. άδικα: Χαράμι δούλεψα τόσα χρόνια. 2. φρ., «Χαράμι να σου γίνει!», είναι κατάρα και λέγεται για κείνον που άδικα ή ανάξια απολαμβάνει κάτι …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)