κεφᾰλ-ίς

  • 91κλαδευτήρα — η 1. μεγάλο κλαδευτήρι 2. ονομασία τής ουράς τού αστερισμού τής Μεγάλης Άρκτου 3. ζωολ. το πετροχελίδονο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλαδευτήρι + μεγεθ. κατάλ. α (πρβλ. κουτάλ α, κεφάλ α)] …

    Dictionary of Greek

  • 92κληματηδόν — (Μ) επίρρ. σαν κλήμα, σαν κλωνάρι, με διακλαδώσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλῆμα, ατος + επιρρμ. κατάλ. ηδόν (πρβλ. κεφαλ ηδόν, κυματ ηδόν)] …

    Dictionary of Greek

  • 93κλούβα — η 1. μεγάλο κλουβί 2. (κατ επέκτ.) φυλακή 3. μεγάλο όχημα που χρησιμοποιεί η αστυνομία για τη μεταφορά συλληφθέντων ή κρατουμένων («χτες το βράδι έβαλαν στην κλούβα όσους νεαρούς βρήκαν στην πλατεία»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλουβί + μεγεθ. κατάλ. α (πρβλ …

    Dictionary of Greek

  • 94κοιλιαλγώ — κοιλιαλγῶ, έω (Α) έχω πόνο στην κοιλιά, έχω κοιλόπονο («δίδου πιεῑν τὸ ὕδωρ κοιλιαλγοῡντι», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλία + ἀλγῶ (< ἄλγος), πρβλ. κεφαλ αλγώ, στομ αλγώ] …

    Dictionary of Greek

  • 95κοτρώνα — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 100 μ., 22 κάτ.) του νομού Ηλείας. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, στην ανατολική όχθη της τεχνητής λίμνης του Πηνειού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πηνείας. * * * η μεγάλος λίθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοτρώνι + μεγεθ.… …

    Dictionary of Greek

  • 96κοτσάνα — η 1. μεγάλο κοτσάνι 2. βλακώδης λόγος, ανοησία 3. μεγάλο, χοντρό ψέμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοτσάνι + μεγεθ. κατάλ. α (πρβλ. κεφάλ α, κοτρών α)] …

    Dictionary of Greek

  • 97κουδούνα — η μεγάλο κουδούνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουδούνι + μεγεθ. κατάλ. α (πρβλ. κασόν α, κεφάλ α)] …

    Dictionary of Greek

  • 98κουράδα — η μεγάλο κουράδι, μεγάλο στερεό αποπάτημα, περίττωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουράδι + μεγεθ. κατάλ. α (πρβλ. κεφάλ α, κουτάλ α)] …

    Dictionary of Greek

  • 99κουρέλα — η 1. (ως υποτιμητικός χαρακτηρισμός προσώπου ή ομάδας προσώπων) εξευτελισμένος, ξεφτίλα 2. το υπερώριμο σύκο, η ισχάδα, η σκουμαΐδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουρέλι + μεγεθ. κατάλ. α (πρβλ. κεφάλι: κεφάλ α)] …

    Dictionary of Greek

  • 100κουφιοκεφαλάκης — ο κουφιοκέφαλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουφιο κέφαλ ος + υποκορ. κατάλ. άκης (πρβλ. κοσμ άκης)] …

    Dictionary of Greek