κεφᾰλ-ίς
81κεφαλόμακτρον — κεφαλόμακτρον, τὸ (Α) μαντίλι για το σκούπισμα τού ιδρώτα τού κεφαλιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο) * + μάκτρον «μαντίλι»), πρβλ. ποδό μακτρον, χειρό μακτρον] …
82κεφαλόμετρο — το όργανο για τη μέτρηση τών διαστάσεων τού κεφαλιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cephalometre < cephalo (πρβλ. κεφαλ[ο] *) + metre (πρβλ. μετρον < μέτρον). Η λ., στον λόγιο τ. κεφαλόμετρον, μαρτυρείται από το 1861 στο… …
83κεφαλόποδα — Μία από τις επτά ομοταξίες των μαλακίων. Περιλαμβάνει ζώα με αμφίπλευρη συμμετρία, τα πιο εξελιγμένα μέσα στο φύλο των μαλακίων. Τα κ. κατατάσσονται σε επτά υφομοταξίες, από τις οποίες μόνο δύο περιλαμβάνουν σύγχρονους αντιπροσώπους· αυτές είναι… …
84κεφαλόπουλο — το μικρός κέφαλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο) * + πουλο* (< πουλος < λατ. pullus «νεοσσός»), πρβλ. αϊτό πουλο, ορνιθό πουλο] …
85κεφαλόπους — κεφαλόπους, οδός, ὁ (Α) στον πληθ. οι κεφαλόποδες τα άκρα τών ποδιών τών αρνιών ή τών κατσικιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο) * + πους (< ποῡς «πόδι»), πρβλ. ελεφαντό πους, λεοντό πους] …
86κεφαλόπτερος — ο ζωολ. γένος στρουθιόμορφων πτηνών τής οικογένειας cotingidae. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cephalopterus < cephal (πρβλ. κεφαλ[ο] *) + pterus < πτερόν] …
87κεφαλόρριζος — κεφαλόρριζος, ον (Α) (για φυτά) αυτός που έχει βολβοειδή ρίζα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο) * + ρριζος (< ρίζα), πρβλ. σαρκό ρριζος, φλοιό ρριζος] …
88κεφαλύδρωψ — και κεφαλύδερος, ο υδροκέφαλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο) * + ύδρ ωψ < θ. ὕδρ (τού ὕδωρ, πρβλ. ἄν υδρ ος) + ωψ (< ὄπωπα), πρβλ. ευρύ ωψ, ελίκ ωψ] …
89κλάδα — η 1. μεγάλος κλάδος 2. ύφασμα με σχήματα κλάδων, βλαστών ή ανθέων 3. κλάδεμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλαδί + μεγεθ. κατάλ. α, πρβλ. κεφάλ α, χέρ α] …
90κλάρα — (1193 – 1253). Αγία της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας. Σε ηλικία 18 ετών έφυγε από το πατρικό της σπίτι και τέθηκε υπό την προστασία του αγίου Φραγκίσκου της Ασίζης. Από τότε αφοσιώθηκε στον μοναχικό βίο και ίδρυσε το τάγμα των Κλαρισσών. Σύμφωνα με… …