κεφᾰλ-ίς
71κεφαλόβρυση — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 520 μ., 158 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τριφυλίας του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, 55 χλμ. ΒΔ της πόλης της Κορίνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αετού. * * * η κεντρική πηγή απ όπου ρέει… …
72κεφαλόβρωτος — κεφαλόθρωτος, ον (Α) πάπ. (για βιβλία) ο φαγωμένος στην κορυφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο) * + βρωτος (< βρωτός < βιβρώσκω «τρώγω»), πρβλ. ημί βρωτος, καρπό βρωτος] …
73κεφαλόδεμα — και κεφαλοδέσι το (Μ κεφαλόδεμα) μαντίλι ή κορδέλα με τα οποία δένεται το κεφάλι για συγκράτηση τών μαλλιών ή για στολισμό νεοελλ. 1. επίδεσμος τού κεφαλιού για συγκράτηση διαφόρων επιθεμάτων 2. ιατρ. ορθοπεδικό μηχάνημα με το οποίο συγκρατείται… …
74κεφαλόδεσμον — κεφαλόδεσμον, τὸ (Α) κεφαλόδεσμος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο) * + δεσμον (< δεσμόν < δέω (II) «δένω»), πρβλ. ζυγό δεσμον, σκελό δεσμον] …
75κεφαλόδεσμος — ο (Α κεφαλόδεσμος) κεφαλόδεμα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο) * + δεσμός (< δεσμός < δέω (II) «δένω»), πρβλ. καρπό δεσμος, σχοινό δεσμος] …
76κεφαλόδισκος — ο ζωολ. γένος πτεροβράγχιων στοματοχορδωτών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cephalodiscus < cephal (πρβλ. κεφαλ[ο] *) + discus (< δίσκος)] …
77κεφαλόθλαστος — κεφαλόθλαστος, ον (Α) 1. αυτός που έχει σπασμένο το κεφάλι του 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κεφαλόθλαστα σπασίματα, ζουλίσματα, μώλωπες τού κεφαλιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο) * + θλαστος (< θλαστός < θλῶ «σπάω»), πρβλ. ημισύ θλαστος, νευρό… …
78κεφαλόκλαστα — κεφαλόκλαστα, τὰ (Α) κακώσεις τού κεφαλιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο) * + κλαστον (< κλαστός < κλῶ «σπάω»), πρβλ. ημί κλαστος, μωλό κλαστος] …
79κεφαλόκλινο — το το μέρος τού κρεβατιού στο οποίο αναπαύεται το κεφάλι, το κεφαλάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο) * + κλινον (< κλίνη «κρεβάτι»), πρβλ. περί κλινον, τρί κλινον] …
80κεφαλοκόπτης — κεφαλοκόπτης, ὁ (Μ) αυτός που κόβει το κεφάλι, αποκεφαλιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο) * + κόπτης (< κόπτης < κόβω), πρβλ. νυχο κόπτης, χαρτο κόπτης] …