κεφᾰλ-ίς
61κεφαλοποιητικός — κεφαλοποιητικός, ή, ον (Α) αυτός που παράγει ή φτιάχνει κεφάλια («δύναμις κεφαλοποιητική»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο) * + ποιητικός (< ποιητής < ποιητής < ποιῶ), πρβλ. ζωο ποιητικός, τεκνο ποιητικός] …
62κεφαλοραχιαίος — α, ο ο σχετικός με το κεφάλι και τη ράχη, τη σπονδυλική στήλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο) * + ραχιαίος (< ῥάχις)]· …
63κεφαλορθωτήρας — ο κεφαλόδεσμος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο) * + ορθωτήρας < ορθωτήρ < ὀρθῶ «σηκώνω»] …
64κεφαλοσπόριο — το (μυκητ.) γένος ατελών μυκήτων που ανήκει στους υφομύκητες και περιλαμβάνει είδη παθογόνα για τον άνθρωπο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cephalosporium < cephalo (πρβλ. κεφαλ[ό] *) + spor ium (πρβλ. σπόρ ιον)] …
65κεφαλοτρύπανον — κεφαλοτρύπανον, τὸ (Α) ιατρικό τρυπάνι για τρύπημα τού κρανίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο) * + τρύπανον (< τρύπανον < τρυπῶ), πρβλ. ελικο τρύπανον, σιδηρο τρύπανον] …
66κεφαλοτόμος — κεφαλοτόμος, ον (Α) αυτός που αποκεφαλίζει, αποκεφαλιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο) * + τόμος (< τέμνω «κόβω»), πρβλ. λαιμη τόμος, υλοτόμος] …
67κεφαλουργός — κεφαλουργός, ὁ (Α) ο επικεφαλής, ο επιστάτης εργατών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο) * + ουργός < ἔργον), πρβλ. δημι ουργός, ερι ουργός] …
68κεφαλοφόρος — ο 1. αυτός που έχει κεφαλή 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) ζωολ. τα κεφαλοφόρα κατηγορία ασπόνδυλων μαλακίων στα οποία είναι εμφανής η χωριστή κεφαλή, σε αντίθεση προς τα ακέφαλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο) * + φόρος (< φέρω). Η λ. κεφαλοφόρα (μαλάκια) …
69κεφαλοχορδωτά — Υποφύλο του φύλου των χορδωτών· είναι γνωστά και με την ονομασία λεπτοκάρδιοι. Στα κ. ανήκουν οργανισμοί που μοιάζουν με μικρά ψάρια, οι οποίοι όμως δεν έχουν σκελετό, αλλά χαρακτηρίζονται από την παρουσία μιας ραχιαίας χορδής –τη νωτοχορδή–, που …
70κεφαλοχώρι — Ονομασία τεσσάρων οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 19 μ., 788 κάτ.) του νομού Ημαθίας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού, 21 χλμ. ΒΑ της πόλης της Βέροιας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αντιγονιδών. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 420 μ …