κεφᾰλ-ίς

  • 51κεφαλοκλείδωμα — το (κατά την πάλη) λαβή τής κεφαλής τού αντιπάλου με την κλείδωση τού αγκώνα, με σκοπό την ακινητοποίηση της. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο) * + κλείδωμα (< κλειδώνω)] …

    Dictionary of Greek

  • 52κεφαλοκλινώ — κεφαλοκλινῶ, έω (Μ) κλίνω, γέρνω το κεφάλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο) * + κλινῶ (< κλίνης < κλίνω «ρέπω», πρβλ. γονυ κλινώ, ετερο κλινώ] …

    Dictionary of Greek

  • 53κεφαλοκλισία — κεφαλοκλισία, ἡ (Μ) η κλίση τής κεφαλής στην εκκλησία όταν ο ιερέας διαβάζει μυστικά προσευχές. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο) * + κλισία (< κλίσις < κλίνω «ρέπω»), πρβλ. γονυ κλισία] …

    Dictionary of Greek

  • 54κεφαλοκρούστης — κεφαλοκρούστης, ὁ (Α) κρανοκολάπτης*. είδος δηλητηριώδους αράχνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο) * + κρούστης (< κρούστης < κρούω «χτυπώ»), πρβλ. ζυγο κρούστης, κυμβαλο κρούστης] …

    Dictionary of Greek

  • 55κεφαλοκόλονο — το (Μ κεφαλοκόλονο) κιονόκρανο, κορυφή τής κολόνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο) * + κολόνα] …

    Dictionary of Greek

  • 56κεφαλομετρία — η η μέτρηση τών διαστάσεων τού κεφαλιού με το κεφαλόμετρο*. [ΕΤΥΜΟΛ. < Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cephalometrie < cephalo (πρβλ. κεφαλ[ο] *) + metrie (πρβλ. μετρία < μέτρης < μετρῶ)] …

    Dictionary of Greek

  • 57κεφαλομετρικός — ή, ό ο σχετικός με την κεφαλομετρία*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cephalometrique (< cephalo (πρβλ. κεφαλ[ο] *) + metrique (πρβλ. μετρικός < μέτρης < μετρῶ). Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στον Κλ. Στέφανο] …

    Dictionary of Greek

  • 58κεφαλονωτιαίος — α, ο φρ. ανθρωπολ. «κεφαλονωτιαίος δείκτης» η σχέση μεταξύ τού εμβαδού τού ινιακού τρήματος, που εκφράζεται σε τετραγωνικά χιλιοστόμετρα, και τού όγκου τού κρανίου, που εκφράζεται σε κυβικά εκατοστόμετρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο) * + νωτιαίος (< …

    Dictionary of Greek

  • 59κεφαλοπάνι — το κεφαλόδεμα*, αραχνοΰφαντο κάλυμμα τού κεφαλιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο) * + πάνι (< πανί), πρβλ. στηθο πάνι, τυφλο πάνι] …

    Dictionary of Greek

  • 60κεφαλοποίηση — η ζωολ. η διαφοροποίηση τού πρόσθιου άκρου ενός οργανισμού σε καθορισμένο κεφάλι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cephalization < cephal (πρβλ. κεφάλ[ο] *) + ization, που στην ελλ. αποδίδεται ως ποίηση (< ποιώ < ποιος < ποιῶ)] …

    Dictionary of Greek