κεφᾰλ-ίς

  • 41κεφαλοδύναμος — η, ο 1. αυτός που έχει γερό κεφάλι, κυρίως ισχυρό τράχηλο, σιδεροκέφαλος 2. αυτός που έχει γερή κράση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο) * + δύναμος (< δύναμη), πρβλ. θεο δυναμος, χειρο δύναμος] …

    Dictionary of Greek

  • 42κεφαλοειδής — ές (Α κεφαλοειδής, ές) αυτός που έχει σχήμα κεφαλιού, αυτός που μοιάζει με κεφάλι («λοβὸς κεφαλοειδής», Διοσκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο) * + ειδής (< είδος), πρβλ. καρφο ειδής, τραπεζο ειδής] …

    Dictionary of Greek

  • 43κεφαλοθραύστης — ο 1. ρόπαλο που χρησιμοποιούν οι πρωτόγονοι ως όπλο 2. μτφ. κείμενο ακατανόητο ή δυσεπίλυτο πρόβλημα, σπαζοκεφαλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο) * + θρανστης (< θραύστης < θραύω «σπάω»), πρβλ. καρυο θραύστης, κυματο θραύστης. Η λ., στον λόγιο… …

    Dictionary of Greek

  • 44κεφαλοθρυψία — η ιατρ. η σύνθλιψη τής κεφαλής νεκρού εμβρύου για διευκόλυνση τής εξαγωγής του από τη μήτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cepholotripsy < cephalo (πρβλ. κεφαλ[ο] *) + tripsy (πρβλ. θρυψία < θρύπτης < θρύπτω)] …

    Dictionary of Greek

  • 45κεφαλοθρύπτης — ο εμβρυουλκός που χρησιμοποιείται για σύνθλιψη τής κεφαλής νεκρού εμβρύου μέσα στη μήτρα με σκοπό τη διευκόλυνση τής εξαγωγής του. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο) * + θρύπτης (< θρύπτω), πρβλ. εν θρύπτης] …

    Dictionary of Greek

  • 46κεφαλοθώραξ — ο ζωολ. το πρόσθιο τμήμα τού σώματος μερικών ασπόνδυλων ζώων που περιλαμβάνει το κεφάλι και τον θώρακα συνδεδεμένα σ ένα σώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cephalothorax < cephal (πρβλ. κεφαλ[ο] *) + thorax < θώραξ] …

    Dictionary of Greek

  • 47κεφαλοκέρεος — ο βοτ. γένος δικότυλων φυτών τής οικογένειας τών κακτιδών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cephalocereus < cephal (πρβλ. κεφαλ[ο] *) + cereus < λατ. cereus, πιθ. < κηρός] …

    Dictionary of Greek

  • 48κεφαλοκιόνιον — κεφαλοκιόνιον, τό (Μ) κιονόκρανο, κεφαλοκόλονο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο) * + κιόνιον (< κιόνιον < κίων), πρβλ. ακρο κιόνιον, μετα κιόνιον] …

    Dictionary of Greek

  • 49κεφαλοκλάσιον — κεφαλοκλάσιον, το (Μ) αποκεφαλισμός, θανατική εκτέλεση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο) * + κλάσ ιον < θ. κλασ τού κλώ «σπάω, τεμαχίζω» (πρβλ. κλάσ ις) + κατάλ. ιον] …

    Dictionary of Greek

  • 50κεφαλοκλάστης — κεφαλοκλάστης, ο (Α) επιγρ. χειρουργικό εργαλείο για σπάσιμο κεφαλιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο) * + κλάστης (< κλάστης < κλώ «σπάω»), πρβλ. ανδρο κλάστης, οστο κλάστης] …

    Dictionary of Greek