κεφᾰλ-ίς

  • 31κεφάλωμα — κεφάλωμα, τὸ (Α) επιγρ. το ολικό ποσό, το άθροισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *κεφαλ όω < κεφαλή)] …

    Dictionary of Greek

  • 32κεφαλάρια — η (Μ κεφαλαρέα) το ανώτερο τμήμα τού χαλινού τών υποζυγίων που περιβάλλει το κεφάλι και συγκρατεί τη στομίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφάλι + κατάλ. αρέα (πρβλ. μεσαρ έα, περβολαρ έα). Ο τ. κεφαλάρια < κεφαλαρ έα, με συνίζηση]. η βοτ. γένος φυτών τής… …

    Dictionary of Greek

  • 33κεφαλή — Το άνω άκρο του ανθρώπινου σώματος ή το πρόσθιο μέρος του σώματος των ζώων, όπου εδράζεται ο εγκέφαλος, η είσοδος του πεπτικού σωλήνα, τα αισθητήρια όργανα, περισσότερο ή λιγότερο τελειοποιημένα, καθώς και άλλες δομές, όπως οι τρίχες. Η κ. των… …

    Dictionary of Greek

  • 34κεφαλίδα — η (ΑΜ κεφαλίς, ίδος) μικρό κεφάλι, κεφαλάκι («κεφαλίδας ἥλων», Αθήν.) νεοελλ. 1. ο τίτλος εντύπου ή κεφαλαίου ο οποίος σε μερικά βιβλία αναγράφεται στην κορυφή κάθε σελίδας 2. ρητό ή απόφθεγμα που προτάσσεται σε βιβλίο ή σε κεφάλαιο βιβλίου,… …

    Dictionary of Greek

  • 35κεφαλαρχώ — κεφαλαρχῶ, έω (Μ) είμαι επικεφαλής μιας ομάδας, αρχηγεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο) * + αρχῶ (< αρχος < ἄρχος «αρχηγός» < ἄρχω «είμαι αρχηγός»] …

    Dictionary of Greek

  • 36κεφαληγερέτης — κεφαληγερέτης, ου, δωρ. τ. κεφαληγερέτος, ὁ (Α) (κατά το νεφεληγερέτης, ως κωμ. επίθ. τού Περικλέους) αυτός που η κεφαλή του έχει σχήμα μυτερό στην κορυφή τού κρανίου («ὃv δὴ κεφαληγερέταν θεοὶ καλέουσι», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο) * +… …

    Dictionary of Greek

  • 37κεφαλοβαρής — κεφαλοβαρής, ές (Α) (κυρίως για φυτά) αυτός που έχει βαρύ κεφάλι («τῶν φυτῶν τὰ κεφαλοβαρῆ μακροβιώτερα», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο) * + βαρής (< βάρος), πρβλ. γυιο βαρής, οινο βαρής] …

    Dictionary of Greek

  • 38κεφαλοδέσμιον — κεφαλοδέσμιον, τὸ (ΑΜ) υποκορ. τού κεφαλόδεσμος μσν. το σύνολο τών εξαρτημάτων τής σαγής στο κεφάλι τού αλόγου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο) * + δέσμιον (< δέσμιον), πρβλ. ζυγο δέσμιον, στηθο δέσμιον] …

    Dictionary of Greek

  • 39κεφαλοδέτης — ο ναυτ. αγκυρόδεσμος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο) * + δέτης (< δέτης < δέω (II) «δένω»). Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον ναυτικόν] …

    Dictionary of Greek

  • 40κεφαλοδεμένος — η, ο αυτός που έχει δεμένο το κεφάλι με μαντίλι, κορδέλα ή άλλο κεφαλόδεσμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. τού *κεφαλοδένω (< κεφαλ(ο) * + δένω)] …

    Dictionary of Greek