κεφᾰλ-ίς

  • 121σκάφα — η, Ν μεγάλη σκάφη. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκάφη + μεγεθ. κατάλ. α (πρβλ. κεφάλ α)] …

    Dictionary of Greek

  • 122σκαμπίλα — η, Ν δυνατό χαστούκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκαμπίλι + μεγεθ. κατάλ. α (πρβλ. κεφάλ α)] …

    Dictionary of Greek

  • 123σκαφίδα — η, Ν (μεγεθ.) μεγάλη σκάφη. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκαφίδι + μεγεθ. κατάλ. α (πρβλ. κεφάλ α)] …

    Dictionary of Greek

  • 124στεφανίς — Όνομα αγίας της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Πέθανε με μαρτυρικό θάνατο στην Ιταλία επί Αντωνίνου (138 160). Η μνήμη της τιμάται στις 11 Νοεμβρίου. * * * ίδος, ἡ, Μ χαμηλός τοίχος ο οποίος χρησίμευε ως προμαχώνας, στεφάνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < στέφανος ή… …

    Dictionary of Greek

  • 125τραχηλάς — ο / τραχηλᾶς, ΝΜ (ως προσωνυμία τού Μεγάλου Κωνσταντίνου) αυτός που έχει χοντρό τράχηλο μσν. σκώπτης, χλευαστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < τράχηλος + κατάλ. άς (πρβλ. κεφαλ άς, μαγουλ άς)] …

    Dictionary of Greek

  • 126τραχηλαλγία — η, Ν πόνος στην περιοχή τού τραχήλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < τράχηλος + αλγία* (< αλγής< άλγος «πόνος»), πρβλ. κεφαλ αλγία. Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Ιω. Πύρλα] …

    Dictionary of Greek

  • 127τριδυμαλγία — η, Ν ιατρ. η νευραλγία τού τρίδυμου νεύρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίδυμος + αλγία (< αλγής< άλγος, το), πρβλ. κεφαλ αλγία] …

    Dictionary of Greek

  • 128υστεραλγής — ές / ὑοτεραλγής, ές, ΝΜΑ αυτός που έχει ή προκαλεί πόνους στην υστέρα, δηλαδή στη μήτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑστέρα «μήτρα» + αλγής (< ἄλγος), πρβλ. κεφαλ αλγής] …

    Dictionary of Greek