κεφᾰλ-ίς
111νοσταλγώ — (ΑΜ νοσταλγῶ, έω) διακατέχομαι από νοσταλγία νεοελλ. επιθυμώ πολύ κάτι, ποθώ κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < νόστος «επάνοδος, επιστροφή» + ἀλγῶ «πονώ» (< ἄλγος), πρβλ. κεφαλ αλγώ] …
112οδονταλγώ — (Α ὀδονταλγῶ, έω) υποφέρω από οδονταλγία, έχω πονόδοντο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδούς, ὀδόντος + αλγῶ (< αλγής < ἄλγος), πρβλ. κεφαλ αλγώ] …
113οσφυαλγής — ὀσφυαλγής, ές (Α) αυτός που έχει πόνο στην οσφύ («ὀσφυαλγὴς γέρων», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀσφῦς + αλγής (< ἄλγος), πρβλ. κεφαλ αλγής] …
114περιστερά — I (Αστρον.). Μικρός αστερισμός του Ν. ημισφαίριου. Αποτελείται βασικά από σκοτεινά αστέρια. II Ορεινός οικισμός (υψόμ. 570 μ.), στην πρώην επαρχία Λαγκαδά του νομού Θεσσαλονίκης. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (28 τ. χλμ.). * * * η, ΝΜΑ… …
115ποδαλγής — ές, Α αυτός που έχει πόνους στα πόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + αλγής (< ἄλγος «πόνος»), πρβλ. κεφαλ αλγής] …
116προσκέφαλα — Μ επίρρ. κοντά στο κεφάλι («ἔκειτο δὲ προσκέφαλα τοῡ λειψάνου», Μαλάλ. Ι.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + κεφαλή + επιρρμ. κατάλ. α (πρβλ. κατα κέφαλ α)] …
117προσκεφαλάδα — η, Ν μεγάλο προσκέφαλο, μαξιλάρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσκεφαλάδι + μεγεθ. κατάλ. α (πρβλ. κεφάλ α, μαχαίρ α)] …
118σακοράφα — η, Ν 1. μεγάλη και χοντρή βελόνα με την οποία ράβονται σάκοι, στρώματα ή χοντρά υφάσματα, αλλ. σακοβελόνα ή αρμενοβελόνα 2. κοινή ονομασία σύγγναθων τελεόστεων ψαριών με αιχμηρό ρύγχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σακκοράφ ιον + μεγεθ. κατάλ. α (πρβλ. κεφάλ α …
119σιταία — τὰ, Α τα έσοδα από τη φορολογία τού σίτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + κατάλ. αῖος (πρβλ. κεφαλ αῖος)] …
120σκάμνα — η, Ν σκαμνί για δύο ή περισσότερα άτομα, πάγκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκαμνί + μεγεθ. κατάλ. α (πρβλ. κεφάλ α)] …