κεφᾰλ-ίς

  • 101κοχύλα — η όστρακο οστρακόδερμου που χρησιμοποιείται ως σάλπιγγα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοχύλι + μεγεθ. κατάλ. α (πρβλ. κεφάλ α, χέρ α)] …

    Dictionary of Greek

  • 102κοψοκεφαλιάζω — κόβω το κεφάλι ή την κορυφή κάποιου, κουτσοκεφαλιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοψ(ο) * + κεφαλ ιάζω (< κεφάλι), πρβλ. πονο κεφαλιάζω, σπαζο κεφαλιάζω] …

    Dictionary of Greek

  • 103κρεβάτα — και κρεββάτα, η 1. μεγάλο κρεβάτι 2. ξύλινη σχάρα πάνω στην οποία γίνεται αποξήρανση καρπών ή φύλλων 3. το υποστήριγμα τής κληματαριάς 4. υπερυψωμένη υπαίθρια αγροτική κατασκευή με ξύλα και καλάμια που χρησιμοποιείται για ύπνο τις θερμές μέρες… …

    Dictionary of Greek

  • 104κρεμμύδα — και κρομμύδα η μεγάλο κρεμμύδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρεμμύδι κρομμύδι + μεγεθ. κατάλ. α (πρβλ. κεφάλ α, κουτάλ α)] …

    Dictionary of Greek

  • 105κρούνωμα — κρούνωμα, τὸ (Α) μεγάλη ποσότητα αφθονία («νῆστίς θ ἣ δακρύοις τέγγει κρούνωμα βρότειον», Σέξτ. Εμπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κρουνός + επίθημα ωμα (πρβλ. αέτ ωμα, κεφάλ ωμα)] …

    Dictionary of Greek

  • 106λιπαλγής — λιπαλγής, ές (Α) αυτός που έχει απαλλαγεί από άλγος ή από θλίψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο) * + αλγής(< ἄλγος, τὸ), πρβλ. θυμ αλγής, κεφαλ αλγής] …

    Dictionary of Greek

  • 107λούρα — η 1. μεγάλο λουρί 2. λεπτός και ευθύς βλαστός δένδρου ή θάμνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λουρί + μεγεθ. κατάλ. α (πρβλ. κεφάλ α, μπουκάλ α)] …

    Dictionary of Greek

  • 108λυσαλγής — λυσαλγής, ές (Μ) αυτός που καταπαύει τους πόνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λυσ (πρβλ. ἔ λυσ α, αόρ. τού λύω) + αλγής (< ἄλγος), πρβλ. θυμ αλγής, κεφαλ αλγής] …

    Dictionary of Greek

  • 109μηχάνωμα — και δωρ. τ. μαχάνωμα, τὸ (Α) 1. μηχάνημα 2. γερανός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηχανή + κατάλ. ωμα (πρβλ. κεφάλ ωμα), μέσω ενός αμάρτυρου ρ. *μηχανόω] …

    Dictionary of Greek

  • 110νέραϊδος — και νεράιδος, ο (λαογρ.) δαιμόνιο αρσενικό με το οποίο έρχονται σε ερωτική μίξη οι νεράιδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεράιδα + μεγεθ. κατάλ. ος (πρβλ. κέφαλ ος, μόσχαρ ος)] …

    Dictionary of Greek