κεφάλαιος
1κεφάλαιος — κεφάλαιος, αία, ον (Α) [κεφαλή] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κεφαλή 2. μτφ. αυτός που κατέχει την πρώτη θέση, κύριος, σημαντικός, κεφαλαιώδης …
2κεφαλαίος — α, ο (Α κεφαλαῑος, αία, ον) [κεφαλή] νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το κεφαλαίο καθένα από τα μεγάλα γράμματα τής αλφαβήτου με το οποία γράφονται τα αρχικά τών κύριων ονομάτων και τών περιόδων τού λόγου αρχ. κεφάλαιος* …
3κεφαλαίος — α, ο 1. πρώτος, κύριος. 2. το ουδ. κεφαλαίο ως ουσ., σημαίνει το κεφαλαίο, το μεγάλο γράμμα του αλφαβήτου: Τα γραψε με κεφαλαία …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4κεφαλαιότατον — κεφάλαιος of the head masc acc superl sg κεφάλαιος of the head neut nom/voc/acc superl sg …
5κεφαλαίων — κεφάλαιος of the head fem gen pl κεφάλαιος of the head masc/neut gen pl κεφαλαιόω bring under heads imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) κεφαλαιόω bring under heads imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …
6κεφαλαίως — κεφάλαιος of the head adverbial κεφάλαιος of the head masc acc pl (doric) κεφαλαιόω bring under heads imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …
7κεφάλαιον — κεφάλαιος of the head masc acc sg κεφάλαιος of the head neut nom/voc/acc sg …
8κεφαλαίαις — κεφάλαιος of the head fem dat pl …
9κεφαλαίη — κεφάλαιος of the head fem nom/voc sg (epic ionic) …
10κεφαλαίην — κεφάλαιος of the head fem acc sg (epic ionic) …