κεφαλᾶ
1Κεφαλά — Κεφαλά̱ , Κεφαλή fem nom/voc/acc dual Κεφαλά̱ , Κεφαλή fem nom/voc sg (doric aeolic) …
2κεφαλά — κεφαλά̱ , κεφαλή fem nom/voc/acc dual (epic) κεφαλά̱ , κεφαλή fem nom/voc sg (epic doric aeolic) …
3κεφάλα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 300 μ., 165 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ιεράπετρας του νομού Λασιθίου. Βρίσκεται στον ισθμό της Ιεράπετρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ιεράπετρας. * * * η 1. μεγάλο σε μέγεθος κεφάλι 2. (σκωπτικά για πρόσ.) ανόητος ή… …
4κεφάλα — η μεγεθυντικό του κεφαλή, μεγάλη κεφαλή …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5Κεφαλᾷ — Κεφαλή fem dat sg (doric aeolic) …
6κεφαλᾷ — κεφαλή fem dat sg (epic doric aeolic) …
7Άνω Κεφάλα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 430 μ., 24 κάτ.) στην πρώην επαρχία Κισσάμου του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βουκολιών …
8Κάτω Κεφάλα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 310 μ., 23 κάτ.) στην πρώην επαρχία Κισσάμου του νομού Χανίων. Βρίσκεται στη μέση του νομού, 30 χλμ. ΝΔ της πόλης των Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βουκολιών …
9КЕФАЛА — • Κεφαλα̃ς, см. Anthologia graeca, Греческая антология …
10Κεφαλᾶι — Κεφαλᾷ , Κεφαλή fem dat sg (doric aeolic) …