κεφαλᾶ
61Συμεωνίδης, Αλέξανδρος — Γιατρός, γιος του Κωνσταντίνου Συμεωνίδη (1909 1974). Γεννήθηκε στην Κομοτηνή, και σπούδασε ιατρική στην Αθήνα. Αφού τελείωσε τις σπουδές του, πήγε για μεταπτυχιακές στη Γερμανία, όπου έμεινε από το 1933 ως το 1938. Ο Σ. εργάστηκε στα… …
62γάιδαρος — ο 1. το θηλαστικό κατοικίδιο ζώο όνος. 2. μτφ., άνθρωπος που δεν έχει τρόπους, αγενής, άξεστος, αναίσθητος: Ο γάιδαρος ούτε με χαιρέτησε. 3. φρ., «Έδεσε το γάιδαρό του», εξασφαλίστηκε· «Σκάει γάιδαρο», εξαντλεί την υπομονή των άλλων. 4. παροιμ.… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
63κεφάλας — ο αυτός που έχει μεγάλο κεφάλι: Είπ ο γάιδαρος τον πετεινό κεφάλα (παροιμ.) …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
64μεγεθυντικά — τα τα ουσιαστικά που δηλώνουν μεγέθυνση, π.χ. ποδάρα, κεφάλα, ματάρες …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)