κεφαλᾶ

  • 31καλαβρός — I Ακατοίκητη νησίδα της Δωδεκανήσου. Βρίσκεται κοντά στη δυτική ακτή της Καλύμνου, Ν του ακρωτηρίου Κεφάλα. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καλυμνίων του νομού Δωδεκανήσου. II Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 230 μ., 25 κάτ.)… …

    Dictionary of Greek

  • 32κεφαλάτικο(ν) — κεφαλάτικο(ν), τὸ (Μ) 1. αρχηγός οικογένειας 2. η έδρα ή η εδαφική περιοχή στην οποία εκτεινόταν η εξουσία ενός κεφαλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφάλας + κατάλ. (τ)ικον] …

    Dictionary of Greek

  • 33κεφαλή — Το άνω άκρο του ανθρώπινου σώματος ή το πρόσθιο μέρος του σώματος των ζώων, όπου εδράζεται ο εγκέφαλος, η είσοδος του πεπτικού σωλήνα, τα αισθητήρια όργανα, περισσότερο ή λιγότερο τελειοποιημένα, καθώς και άλλες δομές, όπως οι τρίχες. Η κ. των… …

    Dictionary of Greek

  • 34κεφαλίκιον — και κεφαλίκι, το (Μ) 1. το αξίωμα τού κεφαλά* 2. η περιφέρεια στην οποία εκτεινόταν η αρχή τών κεφαλάδων 3. αρχηγός οικογένειας. [ΕΤΥΜΟΛ. κεφαλάς («αρχηγός») + κατάλ. ίκ ιον (πρβλ. λεντ ίκ ιον)] …

    Dictionary of Greek

  • 35κεφαλατίκι(ο)ν — και κεφαλατίκι, τὸ (Μ) 1. άρχοντας, αφέντης, αρχηγός 2. έδρα ή εδαφική περιοχή στην οποία εκτεινόταν η εξουσία ενός κεφαλά*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλάτικον + κατάλ. ιον*] …

    Dictionary of Greek

  • 36κουκουνάρα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 220 μ., 42 κάτ.) στην πρώην επαρχία Κισσάμου του νομού Χανίων. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, 49 χλμ. ΝΔ της πόλης των Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κισσάμου. * * * και κουκκουνάρα, η 1. ο καρπός… …

    Dictionary of Greek

  • 37κουτάλα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 460 μ., 18 κάτ.) στην πρώην επαρχία Καλαμών του νομού Μεσσηνίας. Τα Κ. βρίσκονται Β της Καλαμάτας. Υπάγονται διοικητικά στον δήμο Καλαμάτας. * * * η 1. μεγάλο κουτάλι 2. κοινή ονομασία τής ωμοπλάτης που συνδέει το χέρι… …

    Dictionary of Greek

  • 38παλατίνος — I Ένας από τους 7 λόφους της αρχαίας Ρώμης, όπου βρίσκεται και το αρχαιότερο τμήμα της πόλης (Roma quadrata), τα όρια της οποίας χάραξε ο Ρωμύλος. Mέχρι την εποχή της Δημοκρατίας ο λόφος περιελάμβανε ιδιωτικές οικίες (Κικέρων, Κατιλίνας),… …

    Dictionary of Greek

  • 39περίδρομος — (I) ο, ΝΜΑ στοά ή δίοδος γύρω από έναν χώρο ή γύρω από ένα οικοδόμημα («ἐποίησε ἐπὶ τῶν οἰκημάτων περιδρόμους καὶ ἐπάλξεις», Ξεν.) νεοελλ. 1. παρωνυχία, φλεγμονή τής δερματικής πτυχής που περιβάλλει το νύχι 2. ισχυρός σπασμωδικός πόνος τού… …

    Dictionary of Greek

  • 40ροχάλα — και ρουχάλα, η, Ν απόχρεμμα, φτυσιά σάλιου και βλέννας από τους βρόγχους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρόχαλο + μεγεθ. κατάλ. α (πρβλ. κεφάλα)] …

    Dictionary of Greek