κεφαλᾶ

  • 21Σταμάτης, Γεωργιάδης — Αγωνιστής του 1821, από τη Σάμο. Ήταν κυρίως γνωστός ως καπετάν Σταμάτης. Επιδόθηκε στο ναυτικό επάγγελμα σε νεαρή ηλικία και προσλήφθηκε από τον ονομαστό καταδρομέα Νικόλαο Κεφάλα, ο οποίος τον έκανε πλοίρχο, επειδή διακρίθηκε σε πολλές… …

    Dictionary of Greek

  • 22Pot calling the kettle black — The phrase Pot calling the kettle black is an idiom, used to accuse another speaker of hypocrisy, in that the speaker disparages the subject for a fault or negative behavior that could equally be applied to him or her, though there is an… …

    Wikipedia

  • 23Diminutivaffix — Ein Diminutivaffix ist eine dem Wortstamm zugesetzte Vor oder Nachsilbe (Affix) die der grammatischen Verkleinerung (Diminutiv) dient. Solche Silben sind als Präfixe und Suffixe der Wortbildung zu betrachten. Die Affigierung ist nur eine von… …

    Deutsch Wikipedia

  • 24Ierápetra — Gemeinde Ierapetra Δήμος Ιεράπετρας (Ιεράπετρα) DEC …

    Deutsch Wikipedia

  • 25Kephala — 37.680899424.3286228 …

    Deutsch Wikipedia

  • 26Sybrita — Hügel Kefala mit der Ausgrabungsstätte von Sybrita Sybrita (altgriechisch Σύβριτα[1]; Σούβριτα[2]; …

    Deutsch Wikipedia

  • 27-άλα — Γλωσσ. παραγωγική κατάληξη θηλυκών ουσιαστικών τής Νέας Ελληνικής, με την οποία σχηματίζονται: Ι) αφηρημένα ουσιαστικά παράγωγα ρημάτων, που δηλώνουν ενέργεια τού πρωτότυπου ρήματος, π.χ. κρεμάλα < κρεμώ, μουντζάλα < μουντζαλώνω, πηλάλα… …

    Dictionary of Greek

  • 28αετομάχος — (lanius).Ονομασία γένους στρουθιομόρφων πουλιών της οικογένειας των λανιιδών. Ζουν στις εύκρατες περιοχές όλου του πλανήτη, εκτός από τη Νότια Αμερική. Βρίσκονται επίσης και σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας. Έχουν κυρτό και πολύ ισχυρό ράμφος,… …

    Dictionary of Greek

  • 29γάιδαρος — Θηλαστικό της τάξης των περιττοδακτύλων. Η επιστημονική ονομασία του είναι όνος. Ο κατοικίδιος γ., που τον χρησιμοποιούν από την αρχαιότητα αφρικανικοί, ασιατικοί και ευρωπαϊκοί λαοί ως ζώο φορτίου, έλξης και ιππασίας, προέρχεται από τον άγριο γ …

    Dictionary of Greek

  • 30κέφαλον — κέφαλον, τὸ (Α) φρ. «ἐπὶ κέφαλα» με το κεφάλι προς τα κάτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < Μεταπλασμένος τ. τού κεφαλή με αλλαγή γένους] …

    Dictionary of Greek