κεφαλή
1Κεφαλῇ — Κεφαλή fem dat sg (attic epic ionic) …
2κεφαλῇ — κεφαλή fem dat sg (attic epic ionic) …
3Κεφαλή — fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
4κεφαλή — fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
5κεφαλή — Το άνω άκρο του ανθρώπινου σώματος ή το πρόσθιο μέρος του σώματος των ζώων, όπου εδράζεται ο εγκέφαλος, η είσοδος του πεπτικού σωλήνα, τα αισθητήρια όργανα, περισσότερο ή λιγότερο τελειοποιημένα, καθώς και άλλες δομές, όπως οι τρίχες. Η κ. των… …
6κεφαλή — η 1. το πάνω μέρος του σώματος του ανθρώπου ή το μπροστινό μέρος του σώματος των ζώων, κεφάλι: Τον χτύπησε στην κεφαλή. 2. αρχηγός: Ο Χριστός είναι η κεφαλή της Εκκλησίας …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
7κεφαλώνω — [κεφαλή] 1. εγκαθίσταμαι σε κάποια χώρα ως κυρίαρχος, γίνομαι αφέντης 2. αποκτώ περιουσία με την οποία μπορώ ν αρχίσω δική μου εργασία, ευπορώ 3. σφυροκοπώ την αιχμηρή άκρη καρφιού για να τό πλατύνω και να σχηματίσω κεφαλή …
8Κεφαλῆι — Κεφαλῇ , Κεφαλή fem dat sg (attic epic ionic) …
9κεφαλῆι — κεφαλῇ , κεφαλή fem dat sg (attic epic ionic) …
10Κεφαλαῖν — Κεφαλή fem gen/dat dual …