1κευθάνω — pres subj act 1st sg κευθάνω pres ind act 1st sg …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
2κευθάνω — (Α) (ποιητ. τ. τού κεύθω*) κρύβω («οὐ μὲν γὰρ... ἐκεύθανον, εἴ τις ἴδοιτο» γιατί δεν θα τόν έκρυβαν, αν κανείς τόν έβλεπε, Ομ. Ιλ.) …
Dictionary of Greek
3ἐκεύθανον — κευθάνω imperf ind act 3rd pl κευθάνω imperf ind act 1st sg …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)