1κεστρίον — κεοτρίον, τὸ (Α) επιγρ. (υποκορ. τού κέστρος*) μικρό βέλος για κεστροσφεσδόνη* …
Dictionary of Greek
2κεστρίων — κεστρίον neut gen pl …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)