1κεστρινίσκος — κεστρινίσκος, ὁ (Α) υποκορ. τού κεστρίνος* …
Dictionary of Greek
2κεστρινίσκοις — κεστρινίσκος masc dat pl …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)