κερᾰίζω
41κεράισις — κεράϊσις, ἡ (Μ) [κεραΐζω] σφαγή …
42κεραυνός — Ακαριαία, ισχυρή ηλεκτρική εκκένωση μεταξύ νέφους και εδάφους, εξαιτίας της παρουσίας ισχυρού ηλεκτρικού πεδίου στον συγκεκριμένο χώρο της ατμόσφαιρας. Αν η εκκένωση συμβεί μεταξύ δύο νεφών ή στο εσωτερικό ενός νέφους, η εκκένωση αυτή καλείται… …
43κεραϊσμό — κεραϊσμός, ὁ (Α) [κεραΐζω] όλεθρος, καταστροφή …
44κεραϊστή — κεραϊστής, ὁ (Α) [κεραΐζω] 1. ληστής, καταστροφέας 2. (κατά τον Ησύχ.) καταστρεπτικός κομήτης …
45κηρ — (I) κήρ, κηρός, αιολ. τ. κάρ, ή, δωρ. πληθ. κάρες (Α) 1. ως κύριο όν. Κήρ η θεά τού θανάτου, ιδίως τού βίαιου, ή τού ολέθρου («δειναὶ δὲ κῆρες σ αἱ κυνώπιδες θεαί», Ευρ.) 2. ως προσηγ. θάνατος, ιδίως βίαιος ή, γενικά, συμφορά, καταστροφή (α.… …
46κροιός — (AM) μσν. κολοβός αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «νοσώδης, ἀσθενής». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. συνδέεται πιθ. με λιθουαν. kreivas, kraivas «καμπύλος, κυρτός» (πρβλ. κριός). Κατ άλλη άποψη, συνδέεται με τον τ. κεραΐζω «φονεύω» ή, κατ άλλους, με τη λ.… …
47κεραιξέμεν — κεραίζω ravage fut inf act (epic doric) …
48κεραισθεῖσα — κεραίζω ravage aor part pass fem nom/voc sg …
49κεραισθῆναι — κεραίζω ravage aor inf pass …
50κεραιῶν — κεραία horn fem gen pl κεραιῶν , κεραίζω ravage fut part act masc nom sg (attic epic doric) …