κερᾰίζω
31κερᾴζω — κεραίζω ravage pres subj act 1st sg κερᾴζω , κεραίζω ravage pres ind act 1st sg …
32κεράιζεν — κεραίζω ravage imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) κεράϊζεν , κεραίζω ravage imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …
33ἐκεραίζετο — κεραίζω ravage imperf ind mp 3rd sg ἐκεραΐζετο , κεραίζω ravage imperf ind mp 3rd sg …
34ἐκεράιζε — κεραίζω ravage imperf ind act 3rd sg ἐκεράϊζε , κεραίζω ravage imperf ind act 3rd sg …
35ἐκεράιζεν — κεραίζω ravage imperf ind act 3rd sg ἐκεράϊζεν , κεραίζω ravage imperf ind act 3rd sg …
36ἐκεράισε — κεραίζω ravage aor ind act 3rd sg ἐκεράϊσε , κεραίζω ravage aor ind act 3rd sg …
37Перун — верховное языческое божество в древней Руси, др. русск. Перунъ (Пов. врем. лет, в договорах 907 и 945 гг.; см. Срезн. II, 920; Крек, Einl. 384). Вероятно, также в ст. слав., поскольку встречается в цслав. переводе Жития Григория Чудотворца… …
38Κρόνος — I Προελληνική θεότητα. Σύμφωνα με τη μυθολογία, ήταν ο νεότερος από τους Τιτάνες, γιος του Ουρανού και της Γαίας και πατέρας του Δία. Κατά τη Θεογονία του Ησίοδου, με προτροπή της Γαίας ευνούχισε τον πατέρα του και ανέλαβε ο ίδιος τη διακυβέρνηση …
39ευκεράιστος — εὐκεράϊστος, ον (Α) 1. αυτός που καθίσταται εύκολα ανίσχυρος, ανίκανος («εὐκεράϊστος δύναμις», Γαλ.) 2. ευμετάβολος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κεραΐζω «βλάπτω, λεηλατώ»] …
40κατακεραΐζω — (Μ) καταστρέφω ολοσχερώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κεραΐζω «καταστρέφω»] …