κερόεις
1κερόεις — κερόεις, όεσσα, όεν, θηλ. συνηρ. κερούσσα (Α) [κέρας] 1. αυτός που έχει κέρατα, κερασφόρος («κερόεις ὄχος» όχημα που σύρεται από ζώα τα οποία έχουν κέρατα, Καλλ.) 2. (για αυλό) κατασκευασμένος από κέρατο …
2κερόεις — horned masc nom sg …
3κεροέσσης — κερόεις horned fem gen sg (attic epic ionic) κεροέις fem gen sg (attic epic ionic) …
4κεροέσσῃ — κερόεις horned fem dat sg (attic epic ionic) κεροέις fem dat sg (attic epic ionic) …
5κερόεν — κερόεις horned masc voc sg κερόεις horned neut nom/voc sg …
6κερόεντα — κερόεις horned neut nom/voc/acc pl κερόεις horned masc acc sg …
7κεροέντος — κεροέις masc/neut gen sg …
8κερόεντας — κερόεις horned masc acc pl …
9κερόεντι — κερόεις horned masc/neut dat sg …
10κερόεντος — κερόεις horned masc/neut gen sg …
- 1
- 2