κεράμῳ
1κεραμῶ — κεραμόω roof with tiles pres subj act 1st sg κεραμόω roof with tiles pres ind act 1st sg …
2Κεράμω — Κέραμος potter s earth masc nom/voc/acc dual Κέραμος potter s earth masc gen sg (doric aeolic) …
3κεράμω — κέραμος potter s earth masc nom/voc/acc dual κέραμος potter s earth masc gen sg (doric aeolic) κεραμόω roof with tiles pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) κεραμόω roof with tiles imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …
4Κεράμῳ — Κέραμος potter s earth masc dat sg …
5κεράμῳ — κέραμος potter s earth masc dat sg …
6Κεράμωι — Κεράμῳ , Κέραμος potter s earth masc dat sg …
7κεράμωι — κεράμῳ , κέραμος potter s earth masc dat sg …
8κέραμος — I Αρχαία δωρική πόλη της Μικράς Ασίας, στη βόρεια ακτή του Κεράτιου κόλπου. Ο Στράβων τη χαρακτηρίζει «πολίχνιον», ο Πτολεμαίος «πολίχνη» της Δωρίδας και ο Παυσανίας πατρίδα του Ολυμπιονίκη, Πολίτη. Η πόλη, που φαίνεται ότι καταστράφηκε από… …
9κατομβρούμαι — κατομβροῡμαι, έομαι (Α) 1. υγραίνομαι από το νερό τής βροχής, βρέχομαι («κεράμῳ δ οὐ χρῶνται οὐδὲ γὰρ κατομβροῡνται», Στράβ.) 2. (για τα μάτια) γεμίζω δάκρυα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὀμβροῦμαι «βρέχομαι»] …
10κεραμώνω — (ΑΜ κεραμῶ, όω) [κέραμος] καλύπτω με κεραμίδια στέγη, κεραμιδώνω αρχ. τοποθετώ τους στρατιώτες έτσι ώστε τα κεφάλια τους να καλύπτονται από τις ασπίδες …
- 1
- 2