κερω
1κερώ — (I) κερῶ, άω (Α) (επικ. τ. τού κεράννυμι) αναμιγνύω, αραιώνω το κρασί με νερό. (II) κερῶ, άω (Α) [κέρας] καθιστώ κάτι κερατοειδές 2. παίρνω θέση στο κέρας στρατού («ἐδόθη παράγγελμα... τοῑς δ εὐζώνοις κερᾱν», Πολ.) …
2κερῶ — κείρω kṛṇā´ti fut ind act 1st sg (attic epic doric ionic) …
3κέρας — Οστεοειδής έκφυση στο κεφάλι διαφόρων θηλαστικών. Βλ. λ. κέρατα.(Γεωλ.) Κομμάτι του στερεού φλοιού του εδάφους, το οποίο απέμεινε ως προεξοχή όταν τα γύρω κομμάτια καταβυθίστηκαν. Τυπικό παράδειγμα γεωλογικού κ. είναι ο Ακροκόρινθος. Αν μόνο μία… …
4κεράννυμι — (ΑΜ, Α και κεραννύω, επικ. τ. κεραίω και κερῷ, άω) 1. αναμιγνύω υγρά, συνήθως κρασί με νερό, για να μετριάσω στο κράμα τη δύναμη οινοπνευματώδους ποτού (α. «κύλικος ἴσον κεκραμένης», Αριστοφ. β. «οἴνῳ καὶ μέλιτι κεράσαντα τὴν κρήνην, ἀφ ἧς ἔπινον …
5περικερώ — άω, Α (για στρατό) περικυκλώνω κέρας εχθρικού στρατού. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + κερῶ «δίνω σε κάτι σχήμα κερατοειδές» (< κέρας)] …
6συνομοκέρωτος — ον, Μ αυτός που έχει τον ίδιο αριθμό κεράτων με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὁμ(ο) * + κέρωτος < κέρω ς (< κέρας*, πρβλ. ἄ κερως) + επέκταση τος, κατά τα μτγν. συνθ. σε κέρατος (πρβλ. ἀ κέρατος), πρβλ. και ἀ κέρωτος] …
7k̂erǝ-, k̂rā- — k̂erǝ , k̂rā English meaning: to mix; to cook Deutsche Übersetzung: “mischen, durcheinanderrũhren”, partly also “kochen” (vom Umrũhren) Material: O.Ind. srüyati “kocht, brät”, srīṇüti “mischt, kocht, brät”, srītá “gemischt”,… …
8(s)ker-4, (s)kerǝ-, (s)krē- — (s)ker 4, (s)kerǝ , (s)krē English meaning: to cut Deutsche Übersetzung: ‘schneiden” Material: I. A. O.Ind. ava , apa skara “Exkremente (Ausscheidung)”; kr̥ṇüti, kr̥ṇōti “verletzt, slays “ (lex.), utkīrṇ a “ausgeschnitten,… …