κερχνωτός
1κερχνωτός — κερχνωτός, ή, όν (Α) [κέρχνος (II)] (κατά τον Ησύχ.) «τὰ κερχνωτά σκεύη τετορνευμένα ἐπὶ τοῡ χείλους, ποικίλα» …
2κερχνωτά — κερχνωτός roughened neut nom/voc/acc pl κερχνωτά̱ , κερχνωτός roughened fem nom/voc/acc dual κερχνωτά̱ , κερχνωτός roughened fem nom/voc sg (doric aeolic) …
3κερχνωτοί — κερχνωτός roughened masc nom/voc pl …
4κέρχνος — (I) κέρχνος, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) κένχρος, κεχρί. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναδιπλασιασμένο ΙΕ τ. *gher ghro , με ανομοίωση τού δεύτερου τ σε n (* gher ghno ), ενώ με ανομοίωση τού πρώτου τ σε η (* ghen ghro) προέκυψε πιθ. παράλληλα ο τ. κέγχρος*. Κατ… …