κερχνηΐς

  • 1κερχνηίς — ίδος και κερχνής, ήδος και κέρχνη και κεγχρηίς, ίδος και κεγχρίς, ίδος, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) είδος γερακιού που πήρε την ονομασία του από τη βραχνή φωνή του. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κερχνηίς < κέρχνος (II) «βραχνάδα» + κατάλ. ηίς, που απαντά και σε… …

    Dictionary of Greek

  • 2κερχνηίς — κέρχνη hawk fem nom sg κέρχνη hawk fem nom sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3κέρχνη — κέρχνη, ἡ (Α) βλ. κερχνηίς …

    Dictionary of Greek

  • 4κέρχνος — (I) κέρχνος, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) κένχρος, κεχρί. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναδιπλασιασμένο ΙΕ τ. *gher ghro , με ανομοίωση τού δεύτερου τ σε n (* gher ghno ), ενώ με ανομοίωση τού πρώτου τ σε η (* ghen ghro) προέκυψε πιθ. παράλληλα ο τ. κέγχρος*. Κατ… …

    Dictionary of Greek

  • 5ker-1, kor-, kr- —     ker 1, kor , kr     English meaning: a kind of sound (hoarse shrieking, etc..), *crane     Deutsche Übersetzung: ‘schallnachahmung for heisere, rauhe Töne, solche Tierstimmen and die sie ausstoßenden Tiere”     Note: Root ker 1, kor , kr : “a …

    Proto-Indo-European etymological dictionary