κερχαλεος
1κερχαλέος — κερχαλέος, ή κερχναλέος, α, ον (Α) τραχύς, ξερός, βραχνός («βὴξ κερχ[ν]αλέος», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Β. λ. κέρχνος) …
2κερχαλέη — κερχαλέος rough fem nom/voc sg (epic ionic) …
3κερχναλέος — κερχναλέος, α, ον (Α) δ. γρφ. τού κερχαλέος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < συμφυρμό τών κέρχνος (II) και κερχαλέος] …
4κερχαλέα — κερχαλέᾱ , κερχαλέος rough fem nom/voc/acc dual κερχαλέᾱ , κερχαλέος rough fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
5κερχανά — κέρχανα ή κερχάνεα (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὀστέα καὶ ῥίζαι ὀδόντων». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με τα κερχαλέος «ξηρός», κέρχνος «τραχύς»] …
6υποκερχαλέος — και ὑποκερχναλέος, α, ον, Α λίγο βραχνός· [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + κερχαλέος / κερχναλέος «σκληρός, ξηρός, τραχύς»] …