κεροπλάστης
1κεροπλάστης — arranging the hair in horns masc nom sg …
2κεροπλάστης — (I) και κηροπλάστης, ο αυτός που κατασκευάζει κεριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κερί + πλάστης (< πλάστης < πλάσσω), πρβλ. αγγειο πλάστης, μυθο πλάστης]. (II) κεροπλάστης, ὁ (Α) αυτός που φτιάχνει τα μαλλιά πλεξίδες, κομμωτής, καλλωπιστής τής κόμης.… …
3κεροπλάστην — κεροπλάστης arranging the hair in horns masc acc sg (attic epic ionic) …
4κεροπλάστας — κεροπλάστᾱς , κεροπλάστης arranging the hair in horns masc acc pl κεροπλάστᾱς , κεροπλάστης arranging the hair in horns masc nom sg (epic doric aeolic) …
5κέρας — Οστεοειδής έκφυση στο κεφάλι διαφόρων θηλαστικών. Βλ. λ. κέρατα.(Γεωλ.) Κομμάτι του στερεού φλοιού του εδάφους, το οποίο απέμεινε ως προεξοχή όταν τα γύρω κομμάτια καταβυθίστηκαν. Τυπικό παράδειγμα γεωλογικού κ. είναι ο Ακροκόρινθος. Αν μόνο μία… …