κερκίδιον
1κερκίδιον — κερκίδιον, τὸ (ΑΜ) (υποκορ. τού κερκίς) μικρή κερκίδα, μικρή σαΐτα υφαντικής …
2κερκίδιον — neut nom/voc/acc sg …
3Parkinsonia florida — Blühende Parkinsonia florida Systematik Eurosiden I Ordnung: Schmetterlingsblütenartige (Fa …
4κερκίδα — I (Αρχαιολ.). Όρος της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής, που αναφέρεται στα τμήματα σφηνοειδούς μορφής του κοίλου των αρχαίων ελληνικών θεάτρων, που περιλάμβαναν τα καθίσματα για τους θεατές. Οι κ. διαχωρίζονταν οριζόντια με τα διαζώματα (τους… …