κερκιστική
1κερκιστική — κερκιστική, ἡ (Α) [κερκίζω] υφαντική («τὸ μὲν ξαντικὸν καὶ τὸ τῆς κερκιστικῆς», Πλάτ.) …
2κερκιστικῆς — κερκιστική art of weaving fem gen sg (attic epic ionic) …
1κερκιστική — κερκιστική, ἡ (Α) [κερκίζω] υφαντική («τὸ μὲν ξαντικὸν καὶ τὸ τῆς κερκιστικῆς», Πλάτ.) …
2κερκιστικῆς — κερκιστική art of weaving fem gen sg (attic epic ionic) …