κερκάς
1κερκάς — κερκάς, άδος, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «κρὲξ τὸ ὄρνεον». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με το κρέξ*] …
2κερκάς — fem nom sg …
3κερκάδος — κερκάς fem gen sg …
4Μάρτυρες, ΛΖ’ οι εν Βιζύη — Αγωνιστές της χριστιανικής πίστης, που μαρτύρησαν στα χρόνια των αυτοκρατόρων Διοκλητιανού (284 305) και Μαξιμιανού (286 305), μερικοί από αυτούς στη Βιζύη και μερικοί στη Φιλιππούπολη. Σύμφωνα με τον Πατμιακό κώδικα 266 οι μάρτυρες είναι 33, ενώ …
5Фракийские мученики — Память 20 августа. Тридцать семь (по иным сведениям сорок) мучеников, пострадали за Христа во Фракии, что на севере современной Греции, при суб префекте Аппелиане. Сначала были усечены их руки и ноги, затем сами они были заживо брошены в печь.… …
6κρεξ — κρέξ, εκός, ἡ (Α) 1. μτφ. αλαζόνας 2. τρίχα («πορφυρέην ἤμησε κρέκα», Ευστ.) 3. μεταναστευτικό νυκτόβιο σαρκοφάγο πτηνό που μοιάζει με το ορτύκι («τούτους δ ἐτύκιζον αἱ κρέκες τοῑς ῥύγχεσιν», Αριστοφ.) φρ. «δυσάρπαγος κρέξ» ως χαρακτηρισμός της… …
7ker-1, kor-, kr- — ker 1, kor , kr English meaning: a kind of sound (hoarse shrieking, etc..), *crane Deutsche Übersetzung: ‘schallnachahmung for heisere, rauhe Töne, solche Tierstimmen and die sie ausstoßenden Tiere” Note: Root ker 1, kor , kr : “a …