κερδᾰλεό-φρων

  • 1κοινόφρων — κοινόφρων, ον (Α) αυτός που έχει κοινά φρονήματα, κοινή γνώμη με κάποιον, ομόφρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + φρων (< φρήν), πρβλ. κερδαλεό φρων, παρά φρων] …

    Dictionary of Greek