κερδέων

  • 1Κερδέων — Κερδέων, ωνος, ὁ (Α) [κέρδος] (επίθ. τού Ερμή) προστάτης τού κέρδους από το εμπόριο …

    Dictionary of Greek

  • 2Κερδέων — masc nom/voc sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3κερδέων — κέρδος gain neut gen pl (epic doric ionic aeolic) κερδαίνω gain pres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 4θηρεύω — (ΑΜ θηρεύω) 1. κυνηγώ, ασχολούμαι με το κυνήγι 2. μτφ. επιδιώκω, καταδιώκω, επιζητώ, γυρεύω να... («θηρεύειν κερδέων μέτρον», Πίνδ.) αρχ. 1. δελεάζω, προσελκύω 2. συλλαμβάνω 3. πλήττω («Τιτυόν βέλος θήρευσε», Πίνδ.) 4. (για τα χέρια ανθρώπου που… …

    Dictionary of Greek

  • 5κέρδος — Η διαφορά του κόστους από τα έσοδα που αποφέρει μια οικονομική δραστηριότητα, σύμφωνα με τη λογιστική έννοια, ή η αμοιβή της επιχειρηματικότητας ως συντελεστή παραγωγής, σύμφωνα με την οικονομική θεωρία. Στη λογιστική, το κ. καταγράφεται στην… …

    Dictionary of Greek