κεραία
1κεραία — κεραίᾱ , κεραία horn fem nom/voc/acc dual κεραίᾱ , κεραία horn fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
2κεραίᾳ — κεραίᾱͅ , κεραία horn fem dat sg (attic doric aeolic) …
3κεραία — I (Ζωολ.). Αρθρωτό εξάρτημα, με το οποίο είναι εφοδιασμένο το κεφάλι των εντόμων, των μυριαπόδων και των καρκινοειδών. Τα τελευταία φέρουν δύο ζεύγη κ., οι οποίες είναι δισχιδείς, ενώ οι δύο πρώτες ομάδες έχουν μόνο ένα ζεύγος μονοσχιδών κ. Είναι …
4κεραία — η 1. συγκρότημα αγωγών, με τους οποίους γίνεται η εκπομπή και η λήψη των ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων: Είναι κεραία ασύρματου τηλέγραφου. 2. καθεμιά από τις ευκίνητες εκφύσεις των αρθροπόδων, που επέχουν θέση κεράτων: Τα μπομπόλια έχουν δύο κεραίες …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5Κεραία ή Κεραίαι — Αρχαία πόλη της Κρήτης, για τη θέση της οποίας δεν υπάρχει ομοφωνία. Σύμφωνα με μία άποψη βρισκόταν στο βορειοδυτικό άκρο του νομού Χανίων, στο εσωτερικό του κόλπου του Κισσάμου …
6δίπολη κεραία — Είδος κεραίας που χρησιμοποιείται συνήθως σε μικρές συχνότητες για να ξεχωρίζει κύματα με διαφορετικά επίπεδα πόλωσης. Η συνηθισμένη δ.κ. αποτελείται από δύο ίσους οριζόντιους αγωγούς, που τοποθετούνται ο ένας στην προέκταση του άλλου. Έχει… …
7κεραίας — κεραίᾱς , κεραία horn fem acc pl κεραίᾱς , κεραία horn fem gen sg (attic doric aeolic) …
8κεραίαν — κεραίᾱν , κεραία horn fem acc sg (attic doric aeolic) …
9κεραιῶν — κεραία horn fem gen pl κεραιῶν , κεραίζω ravage fut part act masc nom sg (attic epic doric) …
10κεραῖαι — κεραία horn fem nom/voc pl …